- σπαργάνιο
- (sparganium). Γένος υδροχαρών φυτών της οικογένειας των Σπαργανιιδών»με 15 περίπου είδη, που ευδοκιμούν στις υγρές και ψυχρές εύκρατες περιοχές. Είναι φυτό πολυετές, ποώδες και με κοντό βλαστό, ινώδη και φύλλα στενά και μακρουλά. Τα άνθη του σχηματίζουν ταξιανθίες σφαιρικές, πρασινωπές ή κιτρινωπές. Οι ανώτερες είναι γένους αρσενικού ενώ οι κατώτερες γένους θηλυκού. Η ελληνική χλωρίδα αριθμεί δύο είδη, το σ. το όρθιο και το σ. το ατημέλητο. Και τα δύο είδη φυτρώνουν σε υγρά εδάφη, κοντά σε ποτάμια και ρεύματα.
Το φυτό σπαργάνιο το ατημέλητο.
* * *το / σπαργάνιον, ΝΑγένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια σπαργανιίδες τής τάξης τυφώδη και περιλαμβάνει 8 έως 20 περίπου είδη πολυετών ποωδών υδρόβιων ή ελόβιων φυτών τών εύκρατων και ψυχρών περιοχών.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάργανον. Τη λ. δανείστηκαν και οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. sparganium].
Dictionary of Greek. 2013.